- φελίγγειος
- και φελίνγκειος, -α, -ο, Νφρ. «φελίγγειο υγρό»χημ. ήπιο οξειδωτικό αντιδραστήριο που αποτελείται από δύο διαλύματα, ένα διάλυμα θειικού χαλκού και ένα διάλυμα υδροξειδίου τού νατρίου και τρυγικού καλιονατρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. τού Γερμανού χημικού Hermann Fehling, που πρώτος παρασκεύασε το αντιδραστήριο αυτό].
Dictionary of Greek. 2013.